être bouffi d'orgueil - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

être bouffi d'orgueil - translation to γαλλικά


être bouffi d'orgueil      
être bouffi d'orgueil
напустить на себя важность, возгордиться, чваниться; ≈ надуться как индюк
orgueil         
orgœj
{m}
1) гордость, надменность, спесь
rabattre l'orgueil, rabaisser l'orgueil — сбить с кого-либо спесь
être bouffi d'orgueil — чваниться
avoir l'orgueil de qn, de qch — гордиться кем-либо, чем-либо
2) гордость, слава
il est l'orgueil de son peuple — он гордость своего народа
orgueil         
{m} гордость, гордыня; высокомерие; надменность ; чванство, спесь ; самомнение ;
il est bouffi (pétri) d'orgueil - он раздулся от гордости;
crever d'orgueil - быть чрезмерно чванным, лопаться от гордости [от чванства];
il a fait cela par pur orgueil - он поступил так только [исключительно] из гордости [из самолюбия];
il a été blessé dans son orgueil - его самолюбие было уязвлено;
rabattre l'orgueil de qn - сбивать/сбить спесь с кого-л.;
tirer un grand orgueil de - чваниться (+ I);
гордость, слава;
il a l'orgueil du travail bien fait (de ses enfants) - он гордится хорошо сделанной работой (своими детьми);
je n'ai pas l'orgueil de... - я не горжусь тем, что...;
il est l'orgueil de sa famille - он - гордость своей семьи